Αλφόνσο (Αλ) Καπόνε

Κανένας δεν γνωρίζει με ακρίβεια πώς ο Αλφόνσο Καπόνε, παιδί ιταλών μεταναστών από το χωριό Καστελαμάρε ντι Στάμπια, δεκαέξι μίλια έξω από τη Νάπολι, έγινε ο «σημαδεμένος». Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1899 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Οι γονείς του δεν τον κακοποιούσαν και δεν ήταν ψυχωτικοί. Η πρώτη του βίαια αντίδραση χρονολογείται από το 1904, στο δημόσιο σχολείο νούμερο επτά, στην οδό Ανταμς, ένα σχολείο προκατειλημμένο απέναντι στους μετανάστες και στα παιδιά τους. Ηταν 14 ετών όταν ανταπέδωσε το χαστούκι που εξέλαβε από μια δεκαεξάχρονη ιρλανδέζα καθολική δασκάλα.

Η αποβολή του από το σχολείο τού έδειξε τον «δρόμο». Στη γειτονιά του Μπρούκλιν Νέιβι μαθήτευσε δίπλα στον Τζόνι Τόριο, ένα νέο είδος μαφιόζου ο οποίος είχε μετατρέψει την παρανομία σε επιχείρηση. Ο μικρόσωμος και ευγενής γκάνγκστερ υπέδειξε στον νεαρό προτεζέ του πώς να χρησιμοποιεί το μυαλό του για να μένει ζωντανός. Οταν το 1909 ο Τόριο μετακόμισε στο Σικάγο ο Καπόνε πήρε μεταγραφή στους Ρίπερς του Νότιου Μπρούκλιν, μια από τις πολλές συμμορίες της περιοχής. Μπορεί κανείς να πει ότι ο Αλ Καπόνε ήταν ένα ενεργητικό αλλά και αδίστακτο παιδί που έβρισκε διέξοδο σε επικίνδυνα παιχνίδια, εφόσον δεν είχε τη δυνατότητα να παίξει μπέιζμπολ με τους συνομήλικούς του σε ένα γήπεδο. Συνέχισε την άνομη καριέρα του δίπλα σε έναν βλοσυρό κακοποιό, τον Φράνκι Γέιλ, τον οποίο όμως εγκατέλειψε όταν παντρεύτηκε τη γυναίκα του Μέι και απέκτησε το μοναδικό του παιδί, τον Σάνι. Στη Βαλτιμόρη, όπου και κατέφυγε, ξεκίνησε να δουλεύει ως λογιστής για την κατασκευαστική εταιρεία του Πίτερ Αϊέλο. Αυτή υπήρξε και η μοναδική απόπειρα του Καπόνε για μια έντιμη ζωή. Η προσπάθεια τερματίστηκε όταν πέθανε ο πατέρας του, και κατά κάποιον τρόπο ο νεαρός Καπόνε αισθάνθηκε ότι αποδεσμεύτηκε από κάθε υποχρέωση προς την Καθολική Εκκλησία.

Η άφιξή του στο Σικάγο το 1918 σήμανε τη νέα του επαγγελματική σταδιοδρομία. Εκεί έσμιξε με τον παλιό καλό του φίλο, τον Τζόνι Τόριο. Οταν το 1920 ο Τζόνι Τόριο ανέλαβε να συνοδεύσει τη γηραιά μητέρα του στην Ιταλία, ο Καπόνε ανέλαβε τη διοίκηση της επιχείρησής του στην παροικία του Σισέρο. Ηταν τότε που ο εκπαιδευμένος πλέον γκάνγκστερ αποφάσισε ότι το Σικάγο του ανήκε.

Τα επόμενα χρόνια ο Καπόνε σταδιακά έφτασε στην κορυφή της πυραμίδας του οργανωμένου εγκλήματος, πήρε τα σκήπτρα μιας αυτοκρατορίας που περιελάμβανε παράνομα ποτοποιεία, χαρτοπαικτικές λέσχες και πορνεία. Είχε 1.000 δολοφόνους προσωπικό ενώ στο βιογραφικό του περιλαμβάνονται περίπου 300 φόνοι. Η σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου, όπου μέλη μιας ανταγωνιστικής συμμορίας δολοφονήθηκαν άγρια, έχει μείνει στην Ιστορία.

Το 1931 ο Καπόνε καταδικάστηκε σε 11 χρόνια φυλάκιση για φοροδιαφυγή. Το 1934 στη φυλακή του Αλκατράζ ήταν ο πιο διάσημος κατάδικος. Γράμματα θαυμαστών κατέφταναν καθημερινά. Λίγο πριν από την καταδίκη του είχε δηλώσει το εξής σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Κορνήλιο Βάτερμπιλντ: «Πρέπει και εμείς να βοηθήσουμε τον κοσμάκη να γεμίσει το στομάχι του και να κρατήσει ζεστό το σπίτι του. Αν δεν το κάνουμε δεν θα μείνει κανένας ζωντανός».

Ο Αλ Καπόνε βγήκε από τη φυλακή το 1939 με μείωση της ποινής του. Η υγεία του ήταν κατεστραμμένη – έπασχε από σύφιλη – αλλά το ίδιο και η ψυχολογία του. Η συρροή θαυμαστών είχε λήξει. Στις 25 Ιανουαρίου του 1947 ο Αλ Καπόνε άφησε την τελευταία του πνοή στη Φλόριδα όπου και διέμενε τα τελευταία χρόνια με τη γυναίκα του. Πέθανε από καρδιακή προσβολή.

Πηγή: tovima.gr