Μέρος Β’. Η σημασία της μάχης του Άστρους 5-6 Αυγούστου 1826

Σύνδεση με το προηγούμενο

(Μαρμάρινο ανάγλυφο του Πάνου Ζαφειρόπουλου ή Άκουρου)

Του Βαγγέλη Κούκλη*

 Β΄ Μέρος: Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο

 Ως το τέλος της άνοιξης του 1825 ο Ιμπραήμ είχε καταλάβει όλη την Μεσσηνία, σπέρνοντας καταστροφή και τρόμο στο πέρασμά του.​

(Δημοτικό τραγούδι για τον Ιμπραήμ)

Μετά από το Μανιάκι, ο αιγυπτιακός στρατός έφτασε ανεμπόδιστος μέχρι την Τριπολιτσά, κατέλαβε την πόλη (άδεια από τους κατοίκους της, αφού την είχαν εγκαταλείψει όλοι) και προχώρησε προς το Ναύπλιο όπου είχαν την έδρα τους οι επαναστάτες.

Ο λαός, πανικοβλημένος από την προέλαση των Αιγυπτίων απαιτούσε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών.
Η κυβέρνηση, μπροστά στο αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε, αναγκάστηκε να δώσει γενική αμνηστία. Διόρισε τον Κολοκοτρώνη αρχιστράτηγο και του ανέθεσε το δύσκολο έργο της αναχαίτισης του Ιμπραήμ.
Στο μεταξύ, στους Μύλους, κοντά στο Ναύπλιο, μερικές εκατοντάδες Ελλήνων, με αρχηγούς τον Δημ. Υψηλάντη, τον Ι. Μακρυγιάννη και τον Κων. Μαυρομιχάλη, κατόρθωσαν να ανακόψουν την πορεία των Αιγυπτίων και να τους αναγκάσουν να γυρίσουν πίσω στην Τριπολιτσά (13 Ιουνίου 1825).

(Η Μάχη στους Μύλους)

Η σημασία της μάχης στους Μύλους ήταν πολύ μεγάλη, για δύο λόγους: πρώτα διότι μια ομάδα Ελλήνων νίκησε έναν  στρατό οργανωμένο και τετραπλάσιο σε δύναμη, και έπειτα διότι αν οι Έλληνες έχαναν την μάχη στους Μύλους, θα έχαναν και τον κάμπο του Άργους και η Επανάσταση πολύ πιθανόν να έσβηνε στην Πελοπόννησο.
Το 1826, ήταν η πιο δύσκολη και πιο κρίσιμη για την επαναστατημένη Ελλάδα. Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, την προηγούμενη χρονιά, έδειχνε ότι η αρχή του τέλους της μεγάλης εξέγερσης είχε φτάσει. Μετά την πολιορκία και την άλωση του Μεσολογγίου, τον Απρίλη του 1826, και τις επιχειρήσεις στη Δυτική Στερεά, ο Ιμπραήμ επιστρέφει νικητής στον Μοριά.

Εξαντλημένος ο λαός της Πελοποννήσου, απογοητευμένος από τις νίκες του Ιμπραήμ και βαθιά απογοητευμένος από τον διχασμό στην ηγεσία του, εγκαταλείπει σιγά –σιγά την αντίσταση.

Ο Ιμπραήμ ζητά να προσκυνήσει μαζικά ο επαναστατημένος λαός. Το τουρκοαιγυπτιακό στράτευμα μαζεύει μαζικές δηλώσεις υποταγής από ολόκληρες ομάδες ακόμα και περιοχές και μοιράζει στους προσκυνημένους «προσκυνοχάρτια». Οι πρώην επαναστατημένοι γυρίζουν στην κατάσταση του νομιμόφρονα υπηκόου.

Ο Κολοκοτρώνης, για κείνη την δύσκολη περίοδο, σημειώνει στα Απομνημονεύματά του («Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836»):

 «…εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα μόνον δια την πατρίδα μου, όχι άλλη φορά, ούτε εις τας αρχάς, ούτε εις τον καιρόν του Δράμαλη όπου ήλθε με 30.000 στράτευμα εκλεκτό, ούτε ποτέ. Μόνον εις το προσκύνημα εφοβήθηκα, η Ρούμελη ήτον όλη προσκυνημένη, η Αθήνα πεσμένη, τα ρουμελιώτικα στρατεύματα διαλυμένα. Μόνον η Πελοπόννησος ήταν μεινεμένη με τα δυο νησιά, Ύδρα και Σπέτζαις όπου είχαν δύναμιν. Ο Κιουταχής είχε πάρει προσκυνοχάρτια, επάσχιζε να πάρη και ο Ιμπραΐμης δια να τα στείλη εις την Κωνσταντινούπολιν, και όταν ή ο Μινίστρος της Αγγλίας ή άλλης δυνάμεως εμεσίτευαν εις τον Σουλτάνο δια την Ελλάδα να τους αποκριθή, ποία Ελλάδα; η Ελλάς είναι προσκυνημένη, να τα προσκυνοχάρτια τους. Εκτός από μερικοί κακοί άνθρωποι, ιδού οι άλλοι επροσκύνησαν. Τότε αι δυνάμεις δεν είχαν τίποτε να αποκριθούν και ημείς εχανόμεθα. Διότι αν δεν επρόφθανα το προσκύνημα και επροσκύναε η Πελοπόννησος, τότε τι ήθελε κάμει και η Υδρα και η Σπέτζαις; Ήθελε χαθούν…»

(Μία από τις επιστολές του Κολοκοτρώνη με την οποία προειδοποιούσε τα χωριά πως όποιο δεν επανερχόταν στο ελληνικό στρατόπεδο θα το πλήρωνε με αίμα)

Στο στρατιωτικό πεδίο ωστόσο ο Κολοκοτρώνης, είχε την πεποίθηση πως οι Έλληνες δεν ήταν έτοιμοι ακόμη να αντιμετωπίσουν με κατά μέτωπο μάχες τον καλά οργανωμένο στρατό του Ιμπραήμ και άρα θα έπρεπε να συνεχίσουν την τακτική του κλεφτοπολέμου.
Οι αιφνιδιαστικές νυχτερινές επιθέσεις, οι ενέδρες από οχυρές θέσεις, οι επιχειρήσεις δολιοφθοράς σε εφοδιοπομπές στάθηκαν ικανά να ανακόψουν την ορμή του Ιμπραήμ και να τον περιορίσουν σε όσα είχε πετύχει έως τότε.

Σε μία από αυτές τις ενέδρες κοντά στο χωριό Μεχμέτ Αγά (Γαρέα), την οποία είχε οργανώσει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συμμετείχε και ο Πάνος Ζαφειρόπουλος (Άκουρος) επικεφαλής των Αγιοπετριτών. Εκεί οι ελληνικές δυνάμεις «εν ριπή οφθαλμού»  όπως αναφέρει ο Ζαφειρόπουλος σε υπόμνημά του κατέσφαξαν 400 άνδρες του Ιμπραήμ. …«αλλά (συνεχίζει ο Ζαφειρόπουλος) παροργισθείς ο Ιμβραήμης δια τον χαμόν των στρατιωτών του εξεκίνησε πανστρατιά καθ’ ημών»

Όπως εξιστορεί ο Νικόλαος Σπηλιάδης:  Ο Ιμπραήμ «αφού έμαθε την καταστροφήν εις το χωρίον Μεχμέτ – Αγά των τετρακοσίων, την 25ην Ιουλίου, συνήγαγε όλα τα στρατεύματα εις Τριπολιτσάν, και διαιρέσας αυτά εις τρεις πτέρυγας, κινείται πλήρης οργής κατά των επαρχιών Μυστρά, Αγίου Πέτρου και Πραστού και η μεν κατηυθύνθη εις την επαρχίαν Αγίου Πέτρου και μη ευρούσα αντίστασιν κατέκαυσε την πρωτεύουσαν ήτοι την κωμόπολιν του Αγίου Πέτρου, το χωρίον Καστρί και τα χωριά Αγιάννην και Μελιγούν, λεηλατούσα τον τόπον…».

Η Μάχη του Άστρους

 Κυνηγημένοι οι κάτοικοι των χωριών που έκαιγε ο Ιμπραήμ στο Κάστρο του Άστρους κάστρο και γύρω από αυτό είχαν καταφύγει για να προφυλαχθούν περίπου 1500 άμαχοι, γυναίκες και παιδιά από τα γύρω χωριά, από την επαρχία Καρύταινας, από την Τριπολιτσά, από το Ναύπλιο, καθώς επίσης και οικογένειες επισήμων από το Ναύπλιο, όπως η οικογένεια του Κανέλλου Δεληγιάννη, ο Γερουσιαστής Ρήγας Παλαμήδης, ο γέρων Σπηλιάδης κ.ά. Στο κάστρο επίσης φιλοξενήθηκε και διασώθηκε ολόκληρη η βιβλιοθήκη του σχολείου του Αγίου Ιωάννη με όλα τα όργανα για τα πειράματα.

Από το Άστρος οι μαχητές και οι άμαχοι, που από στιγμή σε στιγμή περίμεναν την εισβολή στην περιοχή τους και την επίθεση του φοβερού μακελάρη, έβλεπαν με δέος τους καπνούς από τους εμπρησμούς των ορεινών χωριών να σηκώνονται πίσω από τα βουνά.

Στις 5 Αυγούστου του 1826 ένα τμήμα των τουρκοαιγυπτίων με αρχηγό τον Γάλλο συνταγματάρχη Joseph Anselme Sève (Σουλεϊμάν Μπέη) επιχείρησε να καταλάβει το κάστρο με αλλεπάλληλες εφόδους. Οι υπερασπιστές προβάλλουν ισχυρή αντίσταση. Το κάστρο διέθετε ορισμένα -–λίγα πάντως– κανόνια και πολεμοφόδια. Ένα μέρος από αυτά το είχε προμηθεύσει η Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ τα υπόλοιπα εξασφαλίστηκαν με δαπάνες του ίδιου του Ζαφειρόπουλου.

Η άμυνα του κάστρου ενισχυόταν και με δύο πολεμικά πλοία, το μίστικο του Ζαχαρία Αναγνώστου και τη γολέτα του Ανδρέα Φραγκιά.

Τη νύχτα μεταξύ 5ης και 6ης Αυγούστου έφθασε ο Νικηταράς. μετά από διαταγή του Κολοκοτρώνη. Όπως διηγείται ο Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του: «Ὁ Ἰμπραΐμης ἦλθε τότε εἰς τὴν Τριπολιτζὰ ἐκίνησε κατὰ τὸν Ἅγιο Πέτρο καὶ ἐκατέβηκε εἰς τὸ Ἄστρος. Ὁ Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος μὲ ἔδωσε εἴδησιν, ἔστειλα τὸ Νικήτα μὲ 200 καὶ ἐκλείσθηκε εἰς τὸ Κάστρο. Οἱ Τοῦρκοι ἐπῆραν ὅλην τὴν Τζακωνιὰ πλαστρί. Ἐγὼ παίρνω 100 ἀνθρώπους καὶ πηγαίνω εἰς τὰ χωριὰ τῆς Κορίνθου, ὁποὺ εἶχα γράψει νὰ ἔλθει ὁ Γενναῖος καὶ Κολιόπουλος. Τὸν Γενναῖον τὸν ἔστειλα μὲ 1.000 εἰς βοήθειαν εἰς τὸ Ἄστρος, ἦλθε καὶ ὁ Κολιόπουλος μὲ ἄλλους 1.000, τὸν ἔστειλα καὶ αὐτόν· ἔφθασε καὶ ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης μὲ 500· τριακοσίους ἔστειλε εἰς βοήθειαν τοῦ Παναγιωτάκη, διότι οἱ Δεληγιανναῖοι ἐβοηθοῦσαν τὸν Παναγιωτάκην, ἐπειδὴ τὸν εἶχαν συμπέθερο, καὶ ὁ Ζαΐμης καὶ Λόντος τὸν Γιάννη».

Τους έγκλειστους στο κάστρο, έσπευσαν να βοηθήσουν ο Στάικος Σταϊκόπουλος και μετά από λίγο το σώμα “Κεφαλληνό – Ζακύνθιον” που είχε σχηματισθεί στο Ναύπλιο, με αρχηγούς, τον Ανδρέα Μεταξά, τον Ιωάννη Πέτα και τον Δανιήλ Πανά. Ακολούθησαν ο Γ. Αγαλλόπουλος, Χρήστος Κολοκοτρώνης και ο Τσόκρης. Έτσι μέσα στο κάστρο βρίσκονταν περισσότεροι από 2.000 περίπου μάχιμοι άνδρες.

Την 6η Αυγούστου οι πολιορκημένοι αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν πρώτοι ορμητική επίθεση εναντίον του εχθρού.

Η σφοδρότητα της επίθεσης με επικεφαλής τον Νικηταρά ήταν τέτοια που εξανάγκασαν τον εχθρό σε οπισθοχώρηση προς τον Άγιο Ιωάννη και τη Μονή Προδρόμου.

Όπως αναφέρει ο Σπηλιάδης εις τα Απομνημονεύματα του « Την 5η το πρωϊ ο εχθρός επλησίασεν εις τους παρακειμένους αμπελώνας δια να το προσβάλει σπουδαιότερον. Ενώ δε επυρπόλει κατ’ αυτού από το τείχος ο Ζαχαρίας λεγόμενος, όστις και εφονεύθη από το πυροβόλον αυτού διαρραγέν, εξώρμησαν ως πενήντα Έλληνες μόνον και εφόνευσαν τινάς εκ των ιππέων, αλλά την επιούσαν ο εχθρός ανεχώρησε προς τον Άγιάννην, και λυσσών δια την αποτυχίαν, εκινήθη κατά του μοναστηρίου του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, όπου ευρίσκοντο ασθενείς τινές και πληγωμένοι στρατιώται και πολλαί οικογένειαι και οι ευρεθέντες φρουροί ήσαν ολίγιστοι, εκείνοι τον αντέκρουσαν ανδρείως και τον εβίασαν να αποχωρήσει».
Η νίκη αυτή διατήρησε το φρούριο του Άστρους απόρθητο.

Στη Μάχη του Άστρους, σύμφωνα με τον Κ. Λογοθέτη οι απώλειες των Αιγυπτίων ήταν πάνω από 300 νεκροί και περίπου ισάριθμοι τραυματίες. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν εκτός από τον ηρωϊκό Ζαχαριά, τρεις κάτοίκοι οι οποίοι δεν πρόλαβαν να φύγουν και να γλυτώσουν.

Η επιτυχία της Μάχης του Άστρους δεν έχει αποτιμηθεί όπως της αρμόζει. Η νίκη των Ελλήνων διατήρησε το Κάστρο και το Λιμάνι του Άστρους στα ελληνικά χέρια.

Ο Ιμπραήμ στην προσπάθειά του να κινηθεί και να καταλάβει το Ναύπλιο απέτυχε για δεύτερη φορά (μετά τη Μάχη των Μύλων το 1825). Ο Αργολικός κόλπος παρέμεινε υπό πλήρη ελληνικό έλεγχο, εξασφαλίζοντας ελεύθερο διάπλου στα ελληνικά σκάφη από τα ελεύθερα νησιά Ύδρα και Σπέτσες προς το Ναύπλιο έδρα της επαναστατημένης Ελλάδας.

Συμπερασματικά: Η έμπνευση του Πάνου Ζαφειρόπουλου και των αδελφών του Κωνσταντίνου και Ιωάννη να οχυρώσουν τη χερσόνησο του Άστρους απεδείχθη εξαιρετικά σημαντική. Η στρατηγική θέση της χερσονήσου του Άστρους  είχε αξιοποιηθεί ήδη από την αρχαιότητα, διότι δεσπόζει μιας περιοχής που ήταν διαχρονικά σημαντικό διοικητικό και οικονομικό κέντρο.

Ο Πάνος Ζαφειρόπουλος στην επιστολή του με την οποία παραχωρεί το Κάστρο στον Όθωνα σημειώνει τα εξής:

«Από αρχής του πολέμου Στρατηγών της επαρχίας Αγίου Πέτρου(σημερινή επαρχία Κυνουρίας), ο πιστός υπήκοος της Υ. Μεγαλειότητος, μετά την ένορκον στάση του, θέτει ευσεβάστως εις τους πόδας του Θεοστηρίκτου Θρόνου σας, το εις Άστρος (σ.σ. σημερινό Παράλιο Άστρος) έναντι του Ναυπλίου Οχύρωμα, αν θεωρηθεί χρήσιμον, το οποίον δι  ιδίας του δαπάνας οκοδόμησε με τον σκοπόν, να προφυλάξει, ως αισίως επροφύλαξεν, από τας επιδρομάς του εχθρού και του εμφυλίου σπαραγμού, τους εκτός κύκλου του Οχυρού τούτω συναθροισθέντες και σχηματίσαντες επί του υγιούς λόφου της ήδη φερομένης μικράς Πολίχνης Συμπολίτες του».

Οι υπερασπιστές του Κάστρου του Άστρους, σε μία κρίσιμη καμπή της Ελληνικής Επανάστασης, όταν ο Ιμπραήμ είχε καταλάβει σχεδόν ολόκληρη την Πελοπόννησο και η Επανάσταση κινδύνευε με αποτυχία, με τη Νίκη τους αυτή αποκατέστησαν το αίσθημα ασφάλειας  και ελευθερίας στην περιοχή και ενίσχυσαν το ηθικό όλων των Ελλήνων.

Με τη νίκη αυτή το 1826, χρονιά που η Ελληνική Επανάσταση ψυχορραγούσε, κράτησαν τελικά τις ελπίδες της απελευθέρωσης ζωντανές. Το ότι εμπόδισαν τον Ιμπραήμ να θέσει υπό τον έλεγχό του την περιοχή είχε σαν συνέπεια η μεν φωτιά της Επανάστασης να μείνει άσβεστη και άφησε ανοιχτό το δρόμο για την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων και τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ:

Απομνημονεύματα Θεόδωρου Κολοκοτρώνη,

Απομνημονεύματα Γενναίου Κολοκοτρώνη,

Υπόμνημα Ζαφειρόπουλου,

Υπόμνημα Λογοθέτη,

Κυνουριακά,

Η ΚΥΝΟΥΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ,1930- (Μουσείο Μπενάκη).

Ιστορία: Σπηλιάδη, Φρατζή, Κόκκινου.

ΒΙΟΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΩΝ ΑΝΔΡΩΝ Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,

Παράλιον Άστρος, Αρχαιότητες, Ιστορία, Νεότεροι χρόνοι. Παναγιώτη Β. Φάκλαρη

Γενικά Αρχεία του Κράτους

Υ.Γ.  Να επανορθώσουμε την αδικία που κάναμε καταστρέφοντας τον τάφο του Άκουρου, καταπατώντας την τελευταία του επιθυμία και να κατασκευασθεί ένα κενοτάφιο με καλαίσθητη προτομή πλησίον του Φάρου.

*Ο Βαγγέλης Κούκλης είναι τέως Λυκειάρχης και Πρόεδρος του Ομιλου μελέτης Ιστορίας, Πολιτισμού και Περιβάλλοντος «Πυράμια»

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *