(Φωτ. 1936, ο γρίπος του Κωνσταντίνου Ι. Κουτσογιάννη -όρθιος πάνω στη ψαρόβαρκα- στον Ατσίγγανο, στο Παράλιο Άστρος)
Ορισμός:
Γρίπος: είναι το αλιευτικό μέσο παρόμοιο με την τράτα, που ρίχνεται σε μεγάλη έκταση σε λίμνες και θάλασσες με ομαλό βυθό και σέρνεται αργά , αργά από τη στεριά με σκοινιά.
Περιγραφή:
Μια βάρκα με τους τρατάρηδες αφήνει ένα σχοινί στην μια άκρη της ακτής και αφού ξανοιχτεί λίγο αρχίζει να καλάρει το δίχτυ. Όταν τελειώσει το καλάρισμα η βάρκα πλησιάζει πάλι την ακτή και πετάει το άλλο άκρο του σχοινιού στους πεζούς τρατάρηδες, που αμέσως αρχίζουν να σύρουν την τράτα.
Ο αριθμός των ψαράδων της ακτής εξαρτάται από το μέγεθος της «καλάδας».
Το τσούρμο καθοδηγεί ο καπετάνιος, που συνήθως ήταν ο πιο έμπειρος. Αυτός δίνει και το ρυθμό για να βγει το δίχτυ ομοιόμορφα , να μην αδειάσει η ψαριά.
Το τράβηγμα των σκοινιών γίνεται με μια ειδική τεχνική «Το Φουρνέλι».
Αυτό είναι ένα κομμάτι σκοινί, που από τη μια άκρη έχει ένα πάνινο ζουνάρι και στην άλλη άκρη ένα κόμπο.
Οι τρατάρηδες περνούν το ζωνάρι διαγώνια στον ώμο τους, για να μπορούν να τραβάνε με μεγαλύτερη δύναμη και με μια επιδέξια κίνηση περιστρέφουν την άκρη από το φουρνέλι γύρω από το τεντωμένο σκοινί της τράτας, πιάνουν τον κόμπο και τραβούν με ρυθμό.
Από τους τρατάρηδες ο πρώτος και ο τελευταίος δεν τραβάνε το σκοινί της τράτας. Ο πρώτος κρατάει το σκοινί «απίκο», δηλαδή ανασηκωμένο στον αέρα για να διευκολύνει τους άλλους να το πιάσουν και ο τελευταίος κάνει «ντούκες», δηλαδή τυλίγει το σκοινί σε κουλούρες.
Ο γρίπος είναι ένα δίχτυ, που αποτελείται από δύο «μπάντες» και καταλήγει στο «σάκο», όπου μαζεύεται η ψαριά. Η κάθε μπάντα έχει μήκος 15 οργιές ή 22,5 μέτρα . Ο σάκος έχει μήκος 6 οργιές ή 9 μέτρα. Το κάτω μέρος του διχτυού δένει σκοινί με βαρίδια και το επάνω μέρος σκοινί με φελλούς, για να κρατιέται το δίχτυ τεντωμένο.
Το «στρακάρισμα», δηλαδή η στιγμή που θα δουν την ψαριά στο τελευταίο χωνί του γρίπου στο «κατάκολο», είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Είναι καλή η ψαριά ;
Άξιζε τον κόπο ;
Θα πάρουμε μεροκάματο ;
Τα συναισθήματα είναι διαφορετικά σε κάθε καλάδα. Απογοήτευση, κούραση, εκνευρισμός στην περίπτωση αποτυχίας και φωνές, πειράγματα , γέλια, όταν το δίχτυ είναι γεμάτο.
Μετά το στρακάρισμα , ακολουθεί το «σκολάρισμα», δηλαδή το λέντισμα (καθάρισμα και τακτοποίηση των διχτυών), να’ναι έτοιμα για την επόμενη καλάδα.
Στο τέλος γίνεται το «καφαλτί», συνήθως με ψωμί, ελιές και κρεμμύδι. Ο καπετάνιος σταυρώνει το καρβέλι επικαλούμενος τον «Άγιο Νικόλαο» και μοιράζει κομμάτια στους άντρες. Μετά σπάει στο γόνατο ένα μεγάλο κρεμμύδι και μοιράζοντάς το συμπληρώνεται το κολατσιό, για να αντέξουν τα παλικάρια να σύρουν τον επόμενο γρίπο.
Το 40% των αλιευμάτων πουλιόταν για χρήματα και το 60% γινόταν ανταλλαγή με άλλα προϊόντα, αλεύρι, όσπρια, λαχανικά κ.λ.π
Πηγή: nesealth.gr