Άφιξη Δημητρίου Υψηλάντη

Ευάγγελος Ι. Κούκλης

Στο Άστρος[1] (σημερινό Παράλιο Άστρος), διαδραματίστηκε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα των πρώτων μηνών της Επανάστασης του 1821.  Η άφιξη στις 19 Ιουνίου 1821 του Δημητρίου Υψηλάντη, ως πληρεξούσιου του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής και αδελφού του Αλέξανδρου, αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας.

[1]              Όπου στο κείμενο εμφανίζεται το όνομα Άστρος, αναφέρεται στο τότε Άστρος, σημερινό Παράλιο Άστρος.

Ο Δημήτριος Υψηλάντης (1793-1832) ήταν πατριώτης μέχρις αυτοθυσίας. Αφιέρωσε την περιουσία του και την ίδια τη ζωή του στην Επανάσταση του 1821 Οι εκ των ηγετών της Φιλικής Εταιρείας Ξάνθος, Παπαφλέσσας, Αναγνωστόπουλος, Τυπάλδος έπεισαν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη παράλληλα με την Επανάσταση στο Ιάσιο να αποστείλει στην Πελοπόννησο ένα των αδελφών του, να ηγηθεί της εκεί Επανάστασης.

Ο μόνος εύκαιρος ήταν ο Δημήτριος, ο οποίος είχε παραιτηθεί του ρωσικού στρατού για να διαχειρίζεται, κατά την απουσία των αδελφών του, τα του Οίκου των Υψηλαντών. Αφού συγκατατέθηκε ο Δημήτριος έπρεπε να πείσουν και την μητέρα του Ελισάβετ, η οποία, αν εκείνος έφευγε θα έμενε μόνη, με τα δυο της κορίτσια και τον ανήλικο γιό της. Έγινε οικογενειακό συμβούλιο και η μητέρα συγκατένευσε λέγοντας: «Όταν είναι να ελευθερωθεί η Ελλάς από την αποστολή και αυτού του παιδιού, που μου έμεινε, στερούμαι και αυτό. Ας υπάγει με την ευχή μου!» (Ιωαν. Φιλήμονος «Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως».

Ο Υψηλάντης ήρθε στις 8 Ιουνίου 1821 στην Ύδρα, και την 19ην Ιουνίου 1821, με συνοδεία από υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία, το πλοίο του Υψηλάντη «…ἠγκυροβόλησεν ἐν τῷ Ἄστρει».  Ο Φιλήμων στο προαναφερθέν έργο του εξηγεί γιατί του έγινε παλλαϊκή υποδοχή: «Ήταν Έλληνας, οικογένειας ηγεμονικής πριν, Έλλην οικογένειας πατριωτικής πάντοτε οστούν ων εκ των οστέων και σαρξ εκ της σαρκός της Ελλάδος».

Εκεί, τον υποδέχθηκαν ο Κολοκοτρώνης, ο Πετρόμπεης, ο Ζαΐμης, ο Αναγνωσταράς, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο Αρχιμανδρίτης Δικαίος – Παπαφλέσσας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και άλλοι.

Το πλοίο που τον μετέφερε έριξε 21 κανονιοβολισμούς χαιρετώντας το συγκεντρωμένο πλήθος! Οι περισσότεροι από 1000 άνδρες που είχε παρατάξει ο Κολοκοτρώνης, ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό πυροβολώντας τρεις φορές  εν μέσω επευφημιών και ζητωκραυγών.

Ο Δ. Υψηλάντης έφερε μαζί του όχι μόνο το πληρεξούσιο σύμφωνο με το οποίο διοριζόταν Επίτροπος του Γενικού Εφόρου, αλλά και άλλα έγγραφα, καθώς και οδηγίες, συστάσεις και εντολές του αδελφού του. Επίσης έφερε και χρήματα που μαζεύτηκαν από εράνους στη Ρωσία.

Όπως προκύπτει από την περιγραφή των ιστορικών η υποδοχή ήταν μεγαλειώδης! Είχε κατέβει όλη σχεδόν η Επαρχία Αγίου Πέτρου για να τον υποδεχτεί και τον πολυχρονίσει.  Του προσφέρθηκαν στεφάνια.

Το «Κολοκοτρωνέικο τραπέζι»

Ο Κολοκοτρώνης είχε δώσει εντολή να ετοιμαστεί στο ύπαιθρο πλούσιο γεύμα για τον Υψηλάντη και την ακολουθία του. Το γεύμα έγινε κοντά στην παραλία, δίπλα στη δεξαμενή του λιμανιού, δηλαδή στην «Παλιόστερνα» (Φάκλαρης, 2023), «εις τους ίσκιους των δένδρων του  Άστρους», όπου αγκυροβόλησε το πλοίο που τον μετέφερε.

Περιστατικό της υποδοχής περιγράφει σε επιστολή του ο Απόστολος Μαυρογένης – απόγονος του Παναγιώτη Ζαφειρόπουλου ή Άκουρου προς τον Ν. Φλούδα στις 17 Αυγούστου 1938: «Ο Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος έλαβε το προσωνύμιο Άκουρος ως εξής: Κατά την υποδοχή του Δημητρίου Υψηλάντη, αυτός τον ρώτησε γιατί έχει μακριά μαλλιά και ο Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος του απάντησε –εάν δεν ελευθερωθεί το Έθνος δεν θα κόψω τα μαλλιά μου – και τότε ο Υψηλάντης του είπε «ώστε άκουρος θα μείνεις;».

«Αυθημερόν, συνοδευόμενος παρ’ όλων των εν Άστρει ο Υψηλάντης μετέβη (κατευθείαν) εις Άγιον Ιωάννην, και από εκεί, μετά δύο ημέρας εις το στρατόπεδο των Βερβένων, «αξιούμενος πανδήμου πομπής, πλήρους χαράς και ελπίδων».

Όταν μαθεύτηκε πως ήλθε,  ο λαός πετούσε από τη χαρά του και τον υποδεχόταν παντού σαν Μεσσία!

Ο Κολοκοτρώνης και τα «χρυσά μαχαίρια» της Ελλάδας

Ο Γεώργιος Τερτσέτης, στη «Διήγηση» του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, καταγράφει το επόμενο ανέκδοτο επεισόδιο.

«Εἰς τὸ 1821, Ἰουλίου 20, συνέτρωγαν ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης καὶ ὁ Κολοκοτρώνης εἰς τοὺς ἴσκιους τῶν δένδρων τοῦ  Ἄστρους, τὴν αὐτὴν ἡμέραν ὅπου ὁ Ὑψηλάντης εἶχε φθάσει. Γίδα ψητὴ στρωμένη εἰς φύλλα, ἀσκὶ μὲ ρετσινόκρασο, μισὸ φλασκὶ διὰ ποτήρι καὶ ψωμί, ὄχι πρώτης ποιότητος, ἦτον ἡ ἑτοιμασία τοῦ γεύματος. Ὅταν ἐκάθησαν, κόβοντας ὁ Κολοκοτρώνης τὸ ψητὸ μὲ τὰ χέρια του, εἶπε εἰς τὸν Ὑψηλάντην: «Αὐτὰ εἶναι τὰ χρυσὰ πηρούνια καὶ τὰ χρυσὰ μαχαίρια τῆς Ἑλλάδος καὶ αὐτὸ τὸ ριτσινόκρασο τὰ πολύτιμα κρασιά της». Ἄρεσε εἰς τὸν φιλόπατριν Ὑψηλάντην τὸ γεῦμα τοῦ Κολοκοτρώνη, ἐπειδὴ ἐννόησε τὸ πνεῦμα του. Ἤθελε νὰ τὸν προλάβει ὁ Κολοκοτρώνης μὲ μάθημα, αὐτὸν ἀναθρεμμένον μὲ ὅλην τὴν πολυτέλειαν τῆς εὐζωΐας, καὶ νὰ τοῦ εἰκονίσει τὰς δεινοπαθείας τοῦ Ἑλληνικοῦ πολέμου, ἀλλὰ συνάμα καὶ ὅτι μὲ τὰ μέσα τοῦ τόπου, ἂν καὶ ἀτελῆ, πρέπει νὰ γενναιοψυχοῦν εἰς τὸν ἀγώνα καὶ νὰ πολεμήσουν τὸν ἐχθρόν.»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *