Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας χωριάτης και ο φουκαράς είχε παντρευτεί μια γυναίκα αναποδιάρα. Σε ότι της έλεγε να κάνει, αυτή έκανε το αντίθετο. Γλυκό ψωμί μια μέρα κοντά της δεν έφαγε. Πέρναγε ο καιρός και ο φουκαράς ο χωριάτης μαράζωνε. Τι τύχη και αυτή που είχε, σκεφτότανε, τόσες γυναίκες γύρω του και αυτός πήγε και πήρε την αναποδιάρα.
Ήρθε ο θέρος και πήρανε να πάνε να θερίσουνε. Πήρε λοιπόν ο χωριάτης δύο δρεπάνια, έδωσε το ένα στην γυναίκα του, πήρε αυτός το άλλο και άρχισε να θερίζει. Κάποια στιγμή γυρίζει να την κοιτάξει και τι να δει, κόντεψε να του 'ρθει κόλπος. Η αναποδιάρα προσπαθούσε να θερίσει με το ψαλίδι.
"Ρε γυναίκα με το δρεπάνι θερίζουνε" λέει ο φουκαράς ο χωριάτης.
"Όχι. Με το ψαλίδι" απαντά η αναποδιάρα.
"Με το δρεπάνι, σου λέω"
"Όχι με το ψαλίδι"
Είδε κι απόειδε ο άνθρωπος, δεν ήξερε τι να κάνει, πως να την αντιμετωπίσει που κόντευε να τον τρελάνει. Παίρνει λοιπόν μια βελέντζα που την είχαν για να τη στρώνουν να κάθονται, και την έστρωσε επάνω στο πηγάδι. Μετά πήρε πάλι το δρεπάνι και συνέχισε την δουλειά του.
"Γυναίκα, της λέει μια στιγμή, κοίτα μην πας και καθίσεις επάνω στην βελέντζα, γιατί θα πέσεις μέσα στο πηγάδι".
"Όχι λέει εκείνη, εγώ θα πα να κάτσω απάνω".
"Βρε μην πάς γιατί αν πέσεις μέσα στο πηγάδι θα πνιγείς".
"Όχι λέει εκείνη, εγώ θα κάτσω".
Πήγε κι έκατσε, και όπως ήταν φυσικό, έπεσε στο πηγάδι και πνίγηκε. Έτσι γλύτωσε ο χωριάτης μια για πάντα από την αναποδιάρα.
Πηγή: «Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΑΡΚΑΔΙΚΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥ ΧΘΕΣ» upatras.gr