Αφορμή για τούτο το σχόλιο στάθηκε ένα καθαυτό ασήμαντο περιστατικό που μου συνέβη εδώ και λίγες μέρες στην Αθήνα.
Στάθμευσα στο εξωτερικό πάρκινγκ ενός μεγάλου καταστήματος που βρίσκεται στη Λεωφόρο Πεντέλης. Ψώνισα ό,τι είχα να ψωνίσω και βγαίνοντας διαπιστώνω ότι με είχε κλείσει ένα αυτοκίνητο το οποίο είχε παρκάρει ακριβώς από πίσω μου επί της λεωφόρου. Περίμενα για λίγο μη τυχόν και εμφανιστεί ο οδηγός, αλλά τίποτα.
Απευθύνθηκα λοιπόν σε μια από τις ταμίες του μαγαζιού για να παρακαλέσει από τα μεγάφωνα τον οδηγό να βγάλει το αυτοκίνητο που με εμπόδιζε να φύγω. Η ταμίας έκανε δυο ανακοινώσεις αλλά εις μάτην. Περίμενα ακόμη λίγο στο δρόμο, οπότε και μετά ένα τέταρτο εμφανίζεται από το απέναντι πεζοδρόμιο μια νεαρά δεσποινίς.
Μπαίνει στο αυτοκίνητο και ετοιμάζεται να φύγει σαν να μην τρέχει τίποτα. Της χτυπάω το τζάμι του οδηγού, το ανοίγει, και της λέω ότι αν δεν το είχε καταλάβει με είχε κλείσει . Η απάντησή της ήταν αφοπλιστική: «Και τι έγινε, δεν χάθηκε ο κόσμος, μια τούρτα πήγα να πάρω για κάτι γενέθλια, τι πάθατε που περιμένατε ένα λεπτό;» Της εξηγώ όσο πιο ήρεμα μπορώ ότι περιμένω περί το ένα τέταρτο και μου απαντά εξίσου αφοπλιστικά: «Αφού δεν έβρισκα αλλού πάρκινγκ τι να έκανα;»
Τέτοια περιστατικά μπορεί να απαριθμήσει κανείς άπειρα. Από τη θέση που σου τρώνε στην ουρά, από τον τρόπο οδήγησης, από την πόρτα που αφήνουν να κλείσει στα μούτρα σου, από τη στάση των νέων στα μέσα μεταφοράς που δεν δίνουν τη θέση τους στους ηλικιωμένους… μέχρι την αδιαφορία για τα κοινά και την αναζήτηση πάση θυσία του ατομικού βολέματος.
Οταν κάποτε εδώ και χρόνια ένας γερμανός φίλος, λάτρης της Ελλάδας, μου είχε πει: Εσείς έχετε έμφυτα τα αισθήματα της αλληλεγγύης, της συμπαράστασης στον άλλο, αντίθετα εμείς δεν τα έχουμε, αλλά τα κάναμε νόμους, ή έστω τα περάσαμε στο άτυπο εθιμικό μας δίκαιο συλλογικής συμβίωσης , περιγελούσα τους πειθαρχημένους Γερμανούς.
Το ίδιο έκανα με τους Βέλγους, όταν έμπαινες σ’ ένα μαγαζί των Βρυξελλών να ρωτήσεις κατά πού πέφτει ένας δρόμος και βγαίνοντας σε ευχαριστούσαν μηχανικά, διότι είχαν μάθει να λένε ευχαριστώ σε όποιον μπαίνει στο μαγαζί τους.
Χαιρόμουνα τότε το ελληνικό αλαλούμ και το μετέφραζα ως ατίθασο, απείθαρχο πνεύμα που το αντιπαρέθετα με το πνεύμα πειθαρχίας και υποταγής των Βορειοευρωπαίων.
Χαιρόμουν ακόμη το οικογενειακό έστω αίσθημα αλληλεγγύης και μου φάνταζε εξωφρενική η αντίδραση ενός βορειοευρωπαίου γονιού να δανείζει χρήματα στην κόρη του για την έκτρωσή της με τόκο τραπέζης, κι ακόμη πιο άγριο να μαθαίνει ο γιος που έμενε πενήντα μέτρα πιο κάτω το θάνατο της μάνας του μέρες μετά, όταν οι γείτονες τον ειδοποίησαν για την αφόρητη δυσωδία που έβγαινε από το διαμέρισμά της.
Καθώς φαίνεται όμως, δεν είχαν άδικο εκείνοι που πρόβλεπαν ότι αν μια χώρα ή ένας λαός λιγότερο αναπτυγμένος θέλει να δει τη μελλούμενή του εικόνα, δεν έχει παρά να κοιτάξει τις πιο αναπτυγμένες χώρες και λαούς. Γιατί σε μεγάλο βαθμό μάς κατάντησαν και μας όπως εκείνους ή ακριβέστερα μας αποξένωσαν στον ίδιο βαθμό που ήταν αποξενωμένοι εκείνοι που είχαν βιώσει περισσότερα χρόνια τον καπιταλιστικό πολιτισμό, ο οποίος σε μας έφθασε καθυστερημένα και όχι στην πλέον καθάρια μορφή του.
Και αυτό το αίσθημα, αυτή η λογική εντείνεται τώρα πια με τη μορφή τού ο σώζων εαυτόν σωθήτω, που τείνει να κυριαρχήσει κάτω από τις συνθήκες της κρίσης. Ενα δεύτερο περιστατικό μού συνέβη πιο πρόσφατα στην Κέρκυρα. Ηταν η εικόνα της φίλης μου της Βαρβάρας, κατά τα άλλα ξύπνιου και δουλευτή και γλυκύτατου ανθρώπου, να κόβει ντομάτες, φορώντας επί τούτου μπότες Barberys και επίσης επώνυμο μαύρο σορτς και μπλουζάκι. Η κυριαρχία τού φαίνεσθαι σε όλο της το μεγαλείο, ή διαφορετικά, η επέκταση της φετιχοποίησης του εμπορεύματος, ή ακόμη της πραγμοποίησης και της αντικειμενοποίησης, δηλαδή της κυριαρχίας των πραγμάτων και των αντικειμένων πάνω στους ανθρώπους στο επίπεδο της κατανάλωσης. Και αυτή η αρρώστια της επιβολής μέσω του φαίνεσθαι και του έχειν απέναντι στο Είναι, μαστίζει ουκ ολίγους ανθρώπους, πόσω μάλλον στις μικρές κοινωνίες, οι οποίες είναι αποστεωμένες από το όποιο άλλο περιεχόμενο ανάδειξης της προσωπικότητας.
Να όμως, που όπως λέει και ο ποιητής: «Εγώ κι εσύ και τα εκατομμύρια τιποτένιοι σαν και εσένα και σαν εμένα υποκριτές, φιλόδοξοι, μικρόψυχοι, εγωιστές, δειλοί εμείς κρατάμε μες στα ένοχα παράφορα τούτα χέρια τις τύχες του κόσμου. Να το θυμάσαι αυτό.»[1]
Να το θυμούνται λοιπόν αυτό, όλοι όσοι σπεύδουν, ταυτίζοντας την Ελλάδα με το κάτω μέρος της Πλατείας, ή με τους δικούς τους μικρόκοσμους, να αντιμετωπίζουν τον καινούριο κόσμο σαν κάτι που βρίσκεται προ των πυλών. Δυστυχώς -και δεν πρόκειται για «σκέψεις στεγνές σε μια στεγνή εποχή (και το μέλλον άνυδρο) όπως έγραφε ο Ελιοτ-, όπως έγραφε ο Μιχάλης Κατσαρός, «το μέλλον μας έχει ακόμη πολύ ξηρασία», και θέλει πολλή δουλειά, και μεγάλης διάρκειας πόλεμο θέσεων πριν το μεγάλο άλμα που θα κάνει αυτό το μέλλον καλύτερο.
[1] Τάσος Λειβαδίτης, Συμφωνία αριθμός 1.