«Κάλπικη λίρα» του Γιώργου Τζαβέλλα δεν χρειάζεται, φυσικά, συστάσεις. Στην ταινία παρακολουθούμε την αναστάτωση που προκαλεί μια κάλπικη λίρα σε μερικούς κατοίκους της Αθήνας στη δεκαετία του 1950 και το πώς αλλάζει τελικά τη ζωή τους.
Ο Βασίλης Λογοθετίδης (ο κατασκευαστής της λίρας) είναι το ανθρωπάκι που γοητεύεται από τις γάμπες της Ιλυας Λιβυκού, μεθά από τη γοητεία του χρήματος και φθάνει στο σημείο να καταστρέψει τη ζωή του. Ο Ορέστης Μακρής είναι ο στυγνός ιδιοκτήτης των οικημάτων ενός τετραγώνου, ο οποίος, ενώ κάνει τον βίο αβίωτο στους φτωχούς νοικάρηδες, εν τέλει θυμάται ότι το χρήμα δεν είναι το παν. Ο Μίμης Φωτόπουλος είναι ο αόμματος ζητιάνος που βλέπει καλύτερα από αρπαχτικό και η Σπεράντζα Βρανά παίζει την πόρνη με τη χρυσή καρδιά, μια ελληνίδα Καμπίρια στο πιο πληθωρικό της.
Και τέλος, ο Δημήτρης Χορν είναι ο αιώνια ρομαντικός μπατίρης ζωγράφος που δεν μπορεί να προσφέρει αυτά που θέλει να δώσει στην πλούσια Ελλη Λαμπέτη και εκείνη τον εγκαταλείπει χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει τον έρωτά του γι’ αυτόν.
Ολα αυτά τα πρόσωπα συνδέονται από ένα κάλπικο νόμισμα που αλλάζει διαρκώς χέρια φτιάχνοντας ιστορίες, άλλοτε κωμικές, άλλοτε δραματικές, άλλοτε ακόμη και τραγικές – πάντως ιστορίες που, πολύ απλά, δεν θες ποτέ να τελειώσουν.
Και όσο σκέφτομαι ότι μιλάμε για ταινία του 1955, τρελαίνομαι. Να ένα φιλμ χωρίς ούτε μία ρυτίδα – και δεν αναφέρομαι στη φρεσκάδα που απέκτησε χάρη στο λίφτινγκ της ψηφιακής επεξεργασίας που έγινε στο αρχικό νεγκατίφ (προστέθηκαν μάλιστα δύο έγχρωμα στοιχεία ως φόροι τιμής). Είναι το ίδιο το θέμα που δεν έχει ρυτίδες.
Ξαναβλέποντας την ταινία σήμερα, αντιλαμβάνεσαι το μέγεθος της ευφυΐας του Τζαβέλλα, το πόσο καλά γνώριζε τον Ελληνα, την ψευτομαγκιά του, την ανθρωπιά του, την τρυφερότητά του αλλά και τη λαμογιά του.
Συνεπώς, αν μου ζητούσαν να επιλέξω μια ελληνική ταινία που ακόμη και αν δεν ήσουν Ελληνας θα σου έδινε αμέσως να καταλάβεις τι εστί ελληνική νοοτροπία, θα πρότεινα την «Κάλπικη λίρα», που σε πολλά σημεία θυμίζει ιταλικό νεορεαλιστικό σινεμά της ίδιας εποχής (γυρίστηκε όταν οι σπονδυλωτές ιστορίες ήταν πολύ της μόδας στον κινηματογράφο).
Σκηνοθετημένη με πενιχρά μέσα αλλά κορυφαίους ηθοποιούς, η ταινία ανήκει στις καλύτερες της ελληνικής ανθολογίας ποιοτικών δημιουργιών με εμπορική απήχηση.
Και τώρα που ξαναβγαίνει στις αίθουσες, μας θυμίζει ότι κάποτε το καλό σινεμά ήταν υπόθεση ανθρώπων και συναισθημάτων, όχι μόνο ιδεών που ουδείς καταλαβαίνει πέραν αυτών που τις έχουν.
Πηγή: tovima.gr