Νοικοκυραίοι και… κατσαπλιάδες

του Γιώργου Παπανικολάου

 Πώς η σταδιακή εξάρθρωση της μικρομεσαίας τάξης ανοίγει τον δρόμο της αποσταθεροποίησης. Το «λούστρο» της καλοπέρασης, οι ευθύνες της πολιτικής «ελίτ» και οι μειωμένες αντιστάσεις απέναντι σε ισχυρές ακραίες μειοψηφίες.

Η χειρότερη όψη της κρίσης δείχνει να είναι μπροστά μας. Καθώς το βιοτικό επίπεδο γίνεται ολοένα και χαμηλότερο, η Ελλάδα φαίνεται να διολισθαίνει αργά, αλλά σταθερά σε παλιότερες εποχές φανατισμού, μισαλλοδοξίας και διχασμού.

Λυπάμαι που το λέω, αλλά φαίνεται ότι η επίπλαστη ευμάρεια των τελευταίων δεκαετιών λειτούργησε απλώς σαν λούστρο, σαν επικάλυψη, σε μια κοινωνία μεγάλο μέρος της οποίας στερούνταν την απαραίτητη παιδεία, αγωγή, ακόμη και ωριμότητα που κάνει τον άνθρωπο λιγότερο ευάλωτο στη διαίρεση και τον φανατισμό, λιγότερο ευάλωτο στα ταπεινά του ένστικτα.

Τώρα που η κρίση αφαιρεί βίαια αυτό το λούστρο της καλοπέρασης, ερχόμαστε αντιμέτωποι όχι μόνο με τα χάλια των θεσμών και των μηχανισμών του κράτους, αλλά και με τις μειωμένες ηθικές αντιστάσεις ενός διόλου αμελητέου τμήματος της κοινωνίας μας.

Αυτό που -προς το παρόν- σώζει τη χώρα από μεγαλύτερες περιπέτειες είναι το μεγάλο ποσοστό εκείνων που είναι, ή αισθάνονται πως είναι, «νοικοκυραίοι». Εκείνων που αισθάνονται ότι έχουν περισσότερα να χάσουν παρά να κερδίσουν από λιγότερο ή περισσότερο βίαιες ανατροπές.

Αυτή η σιωπηρή πλειοψηφία δέχτηκε τα πλήγματα της κρίσης, τις υπέρογκες θυσίες και την ταπεινωτική πολιτική των μνημονίων, αυτή ανέδειξε τη «συγκυβέρνηση», κυρίως διότι φοβήθηκε -κι εξακολουθεί να φοβάται- τις εναλλακτικές.

Το ποσοστό όμως των «νοικοκυραίων» δείχνει να συμπιέζεται ολοένα και περισσότερο.

Η διεύρυνση των ανισοτήτων, η κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, η καλπάζουσα ανεργία συνδυάζονται με την υπερχρέωση πολλών νοικοκυριών, τα λουκέτα σε μικρομεσαίες ατομικές ή οικογενειακές επιχειρήσεις, εξαρθρώνοντας σταδιακά τη μικρομεσαία τάξη. Τον βασικό κορμό της σταθερότητας σε μια αστική δημοκρατία.

Κι ο χρόνος που κυλάει χωρίς ορατές λύσεις επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τις συλλογικές αντοχές, καθώς η ελπίδα για κάτι καλύτερο εξασθενεί και αντικαθίσταται από τον πεσιμισμό και την απογοήτευση.

Σε αυτές τις συνθήκες, η κοινωνική μετατόπιση προς τα άκρα πρέπει να θεωρείται έως και δεδομένη, ιδίως όταν οι κοινωνικές και πολιτικές «ελίτ» θυμίζουν συχνά καρικατούρες, υποθάλποντας την οργή της κοινωνίας.

Αυτή η λογική της «καρικατούρας» εκφράστηκε δυστυχώς και χθες, μετά το φονικό στην Αμφιάλη, με τις οργίλες δηλώσεις της βουλευτού του ΚΚΕ Λιάνας Κανέλλη «Πέραμα και Κερατσίνι φασίστας δεν θα μείνει».

Αλλά και από τον ίδιο τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης, κ. Δένδια, που έσπευσε να προαναγγείλει αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, προκειμένου να καταπολεμηθεί η δράση της Χρυσής Αυγής, όταν είναι σαφές ότι τουλάχιστον ως τώρα δεν εφαρμόζονται στην περίπτωσή της οι… υφιστάμενοι νόμοι.

Κατά την άποψή μου, φαινόμενα όπως αυτό της Χρυσής Αυγής (που υποτιμήθηκε αρχικά ως προς τη βαθύτερη σημασία του ακριβώς επειδή και σε αυτήν την περίπτωση πολλές ηγετικές φυσιογνωμίες του θυμίζουν καρικατούρες) δεν πρόκειται να καταπολεμηθούν με την εφεύρεση νέων νόμων ή με την προσπάθεια απονομιμοποίησης του συγκεκριμένου κόμματος (κάτι για το οποίο πολλά έχει να θυμάται το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα).

Τουναντίον, τέτοια μέτρα ενδέχεται να οδηγήσουν σε κλιμάκωση των φαινομένων που θέλουμε να αποφύγουμε.

Η μόνη ουσιαστική λύση βρίσκεται στην αλλαγή πολιτικών ώστε να προστατευθεί η κοινωνική συνοχή αλλά και να ενισχυθεί το κύρος πολιτειακών και κρατικών θεσμών (Πολιτική, Παιδεία, Δικαιοσύνη, Υγεία), που έχουν κι αυτοί καταντήσει καρικατούρα.

Διότι αν συνεχίσουμε έτσι φοβούμαι ότι πολλοί νοικοκυραίοι θα γίνουν άθελά τους «κατσαπλιάδες», ανατρέποντας εύθραυστες ισορροπίες!

Η Ιστορία έχει δείξει πως για να αποσταθεροποιηθεί μια κοινωνία δεν χρειάζεται να μετάσχει στη διαδικασία το μεγαλύτερο μέρος της. Αρκεί να το επιδιώξουν αρκετά ισχυρές μειοψηφίες, με την ανοχή, εκούσια ή ακούσια, των υπολοίπων.

*Κατσαπλιάς: Υβριστική έκφραση για τους αντάρτες που διαδόθηκε αρχικά στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ωστόσο εικάζεται ότι προέρχεται είτε από την τουρκική λέξη katsan που σημαίνει αποστάτης εξωμότης είτε και από την αλβανική λέξη plaçkë (λάφυρο-λαφυραγωγός).