Του Παντελή Μπουκάλα
Μέρες αναστοχασμού για τις σχέσεις Ελλάδας και Ευρώπης, για το τι είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση και σε τι πρέπει να μετεξελιχθεί, αν πια το μπορεί κι αν δεν ήταν εξαρχής ουτοπία η πολιτική της ενοποίηση. Και μέρες μνήμης, όπως εξαιρετικά την υπηρετεί ένας κατεξοχήν μνημονικός πυκνωτής: η ποίηση. Δύο στίχοι του Διονύσιου Σολωμού, οι εναρκτήριοι ενός οκτάστιχου αποσπάσματος από άγνωστο ποίημά του που ο Ιάκωβος Πολυλάς το τύπωσε με τον τίτλο «Η Ελλάδα», ηχούν σαν να συνοψίζουν ό,τι συνέβη πολλές φορές, επί Τουρκοκρατίας και στην ελεύθερη Ελλάδα, και ό,τι συμβαίνει τώρα.
Το σολωμικό δίστιχο: «Η Ευρώπη την κοιτάει πως θε να πράξει· / της Ευρώπης κοιτάει κατά τα μέρη». Η εικόνα μιας αμφίπλευρης στάσης αναμονής. Με μια σοβαρή διαφορά. Η Ευρώπη είναι πάντα η ισχυρή και, σε όποιο διευθυντήριο κι αν υπακούει κάθε φορά, αναβλητική· ο χρόνος είναι μονίμως με το μέρος της, γι’ αυτό και δυσφορεί, ενοχλείται, βαργεστεί. Το αντίθετο συμβαίνει με τον δεύτερο πόλο του άνισου ζευγαριού: η Ελλάδα, αδύναμη, προσδοκά συνδρομή. Και άλλοτε εκλιπαρεί να της δοθεί, άλλοτε την αξιώνει, συνήθως με τη ρομαντική και τελικά αυτοπαγιδευτική πεποίθηση ότι «τη δικαιούται για ιστορικούς λόγους».
Στο σολωμικό απόσπασμα η ευρωπαϊκή απάντηση είναι ένα «Α κ α ρ τ έ ρ ε ι»: «χωρίς όψη το πρόσωπο ν’ αλλάξει / απάνου εις τη ρομφαία βάνει το χέρι / βασιλικά, και με πολέμιαν τάξη / έκαμε νεύμα, οπού έλεγε: Α κ α ρ τ έ ρ ε ι. / Και κατά την Ασία φριχτογυρίζει, / το δάχτυλο κινάει και φοβερίζει». Θα μπορούσε να θεωρηθεί παραμυθητικό το νεύμα αυτό, αν δεν ξέραμε από τον «Υμνο εις την ελευθερίαν» με πόση πίκρα νοηματοδοτεί το «ακαρτέρει» ο Σολωμός: η έκτη στροφή («Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει / φιλελεύθερη λαλιά, / ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι / από την απελπισιά») είναι το προοίμιο της σκηνής με την Ελλάδα ικέτιδα, «να γυρεύει εις τα ξένα / άλλα χέρια δυνατά», να παίρνει μοναχή τον δρόμο και μοναχή να επιστρέφει.
Μα θα ’ταν ανιστόρητο να ειπωθεί πως αυτή η εθνική «μοναξιά» ήταν συνεχής. Και μόνο το Ναβαρίνο αρκεί για να ανασκευάσει έναν τέτοιον ισχυρισμό, όποιες κι αν είναι οι ενστάσεις για τα συμφέροντα που κινητοποίησαν τις Δυνάμεις. Το Ναβαρίνο αλλά και το Μεσολόγγι. Εδώ, ένας άλλος ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς, με το ποίημα «Ο Βούλγαρος» του 1885, αποδίδει δικαιοσύνη και τιμά όσους υπεράσπισαν το «αλωνάκι»: «Πρώτ’ η Αγγλία έτρεξε το Μπάιρον να μας φέρει, / ολόφωτη ελπίδα, / και με το Μάγερ έστειλε κοντύλι και μαχαίρι / του Τέλλου η πατρίδα. // Δίνει τραγούδια, χρήματα και χέρια η Γαλλία. / Κι οι Γερμανοί ξεχνούνε / τα γαλανά κορίτσια των και τα σοφά βιβλία / κι εδώ μ’ Εσέ πεινούνε. // Ο Ιταλός της σκλάβας του πατρίδος την αγκάλη / την παραιτεί για Σένα: / “Εχετε γεια του τόπου μου κιτριές, νεράκια, κάλλη / μυριοτραγουδισμένα!” // Παραιτημένη από παντού στου Ρώσου τη μανία / δε βρίσκει έν’ αντιστύλι, / μα βρίσκει λίγα της παιδιά κι η έρμ’ η Πολωνία / στο χώμα σου να στείλει». Μέρες που είναι, ας θυμόμαστε ότι το σύνδρομο του ανάδελφου και του διαρκώς αδικημένου είναι μία από τις αιτίες της εθνικής μας τύφλωσης.
Πηγή: kathimerini.gr