«Να διαβάζει ένα παιδί εντελώς μόνο του;»: Η ερώτηση αυτή προκαλεί από μόνη της τεράστιο άγχος σε μεγάλο κομμάτι των Ελλήνων γονιών. Γιατί ακόμα και αν σε πολλά ζητήματα ανατροφής οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει πλήρως, στο θέμα του «διαβάσματος για το σπίτι», η πίεση για τους γονείς παραμένει μεγάλη.
Το κατά γενική ομολογία βαθμοθηρικό ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και οι Πανελλαδικές εξετάσεις που παραμένουν το «χρυσό εισιτήριο» για την είσοδο στα Πανεπιστήμια, κάνουν τους γονείς να έχουν στραμμένο το βλέμμα τους σε αυτές με το που μπαίνουν τα παιδιά τους στον «χορό» της εκπαίδευσης. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότεροι εκπαιδευτικοί αλλά και παιδοψυχολόγοι διατυπώνουν την άποψη πως τα παιδιά πρέπει να μάθουν να διαβάζουν μόνα τους, χωρίς τους γονείς να τα εξετάζουν στην προπαίδεια και στο μάθημα της ιστορίας καθώς και να ελέγχουν τις ασκήσεις τους, όπως συνέβαινε με γενιές και γενιές Ελλήνων μαθητών.
«Να διαβάζουν μόνα τους από την Α΄δημοτικού κιόλας!» υποστηρίζει η Ανθή Δοξιάδη, επιστημονική υπεύθυνη του πρότυπου κέντρου για παιδιά με σοβαρές συναισθηματικές διαταραχές «Περιβολάκι», ψυχοθεραπεύτρια ενηλίκων και συγγραφέας βιβλίων για παιδιά και γονείς.
Όπως εξηγεί η έμπειρη παιδαγωγός: «Αν πρόκειται να εφαρμοστεί αυτή η τακτική καλό είναι να συμβεί από την αρχή και να μην αλλάζει στη συνέχεια. Στην πραγματικότητα, βέβαια, τα παιδιά στην Α’ δημοτικού δεν θα έπρεπε να έχουν καθόλου δουλειά για το σπίτι, αλλά δεδομένου ότι έχουν, αυτή δεν θα έπρεπε να διαρκεί περισσότερο από 20 λεπτά. Μιλάμε άλλωστε για παιδιά που φεύγουν από την ελευθερία του νηπιαγωγείου και βρίσκονται ξαφνικά να κάθονται σε ένα θρανίο επί 6 ώρες. Είναι μεγάλο το σοκ.
»Και ναι, η Α’ δημοτικού είναι μια πολύ σημαντική τάξη, όμως στην ουσία, ακόμα και αν τα παιδιά δυσκολεύονται πολύ με τη νέα αρχή, οι γονείς δεν θα έπρεπε να αγχώνονται– το τρένο της εκπαίδευσης δεν ”χάνεται” εύκολα».
Για την κ. Δοξιάδη «διαβάζω μόνος/η μου» δεν σημαίνει έκπτωση στις απαιτήσεις ούτε και συμβιβασμός με την ιδέα ότι το παιδί δεν θα είναι καλός μαθητής. «Μια χαρά συνδυάζονται και τα δύο» σημειώνει και εξηγεί τον τρόπο που μπορεί να ξεκινήσει αυτή η αυτονομία στο διάβασμα.
«Ξεκινάμε στην Α’ δημοτικού βοηθώντας καταρχήν το παιδί να οργανωθεί. Σε αυτή την ηλικία μπορεί η παρουσία του γονιού να έχει την εξής μορφή- να λέμε στο παιδί να κάθεται στον ίδιο χώρο όπου κάνουμε και εμείς μια δουλειά, μαγείρεμα για παράδειγμα, και αν χρειαστεί κάποια βοήθεια να μας τη ζητήσει. Σταδιακά, η παρουσία μας θα μειώνεται. Ποτέ δεν πρέπει πάντως να μιλάμε σε Α΄πληθυντικό: “τι έχουμε για διάβασμα σήμερα;” ή “μάθαμε την ιστορία;” Είναι δική τους αυτή η δουλειά, η δική τους υποχρέωση μέσα στην καθημερινότητα. Οι γονείς έχουν τις δικές τους».
«Πρέπει να ελέγχουμε αν έχουν γίνει οι ασκήσεις;»
«Ιδανικά μιλώντας, όχι. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η δημιουργία μιας σχέσης απόλυτης εμπιστοσύνης ανάμεσα σε γονιό και παιδί. Αν κερδηθεί, αυτή η εμπιστοσύνη θα είναι και το στοιχείο “κλειδί” για μια στέρεα σχέση ανάμεσά τους κατά την περίοδο της εφηβείας. Αν ένα παιδί μας πει ότι έκανε τις ασκήσεις του και μετά διαπιστώσουμε ότι είπε ψέματα είτε γιατί μας το είπε η δασκάλα είτε γιατί το ανακαλύψαμε μόνοι μας, τότε θα πρέπει να περάσουμε σε μια περίοδο ελέγχου και επιτήρησης μέχρι να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη. Στην Α’ δημοτικού πάντως που τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για τα παιδιά, μπορούν οι γονείς να ρωτούν στο τέλος: “Θες να ρίξουμε και μια ματιά μαζί;” για να αισθάνονται πως ο γονιός είναι εκεί και να νιώθουν ασφάλεια».
«Τι κερδίζουν τα παιδιά διαβάζοντας μόνα τους από πολύ μικρή ηλικία;»
«Μαθαίνουν να πατούν στα πόδια τους από νωρίς, να νιώθουν δυνατά, να χαίρονται με τις επιτυχίες τους που είναι αποκλειστικά δικές τους και κανενός άλλου. Ειδικά τα σημερινά παιδιά, θα κληθούν όταν έρθει η ώρα να εργαστούν, να το κάνουν σε έναν κόσμο που θα αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς. Θα πρέπει να μαθαίνουν διαρκώς νέες έννοιες, νέες μηχανές, νέες ταχύτητες. Θα πρέπει να είναι ευέλικτα και δυνατά».
Σε ποιες περιπτώσεις χρειάζονται βοήθεια τα παιδιά;
Όσο ξεκάθαρη είναι η θέση της κ. Δοξιάδη για το «αυτόνομο» διάβασμα των παιδιών ακόμα και από την Α’ δημοτικού, άλλο τόσο σίγουρη είναι ότι η συμπεριφορά των γονιών θα πρέπει να είναι εντελώς διαφορετική στις περιπτώσεις παιδιών με μαθησιακές διαταραχές.
«Για παράδειγμα, σε ένα παιδί με διαγνωσμένη δυσλεξία, ένας γονιός δεν πρέπει ποτέ να προσπαθεί να το βοηθήσει με τα μαθήματά του. Τα έντονα συναισθήματα των γονιών για το πρόβλημα του παιδιού τους – με κυρίαρχη την απελπισία – καθιστούν αδύνατη την οποιαδήποτε βοήθεια.
»Σε αυτές τις περιπτώσεις, χρειάζεται εξειδικευμένη και συστηματική βοήθεια – ακόμα και τους καλοκαιρινούς μήνες, σε πιο χαλαρή μόρφη βέβαια – από παιδαγωγούς που έχουν την ειδική γνώση να σταθούν δίπλα σε παιδιά με τέτοια προβλήματα. Τα συγκεκριμένα παιδιά έχουν μάλιστα και κακή εικόνα/άποψη για τον εαυτό τους και αυτό είναι κάτι στο οποίο πρέπει να δίνεται μεγάλη προσοχή. Είναι πάντως άδικο, γιατί η πραγματική δυσλεξία, είναι σε πάμπολλες περιπτώσεις χαρακτηριστικό πολύ έξυπνων ανθρώπων».
«Δύσκολο για τα μικρά παιδιά να διαβάζουν εντελώς μόνα τους»
H κ. Χριστίνα Ρασιδάκη, Ψυχοθεραπεύτρια, Σύμβουλος Γονέων και Σύμβουλος Εκπαιδευτικών, παιδί με δυσλεξία και η ίδια κάποτε, πιστεύει πως το να μαθαίνει κανείς να διαβάζει είναι μια διαδικασία διαρκής, η οποία συνεχίζεται μέχρι και στο Πανεπιστήμιο. «Στο δημοτικό πολλά παιδιά δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν» σημειώνει η ίδια και συνεχίζει: «Τα μικρά παιδιά δύσκολα κάθονται να διαβάσουν μόνα τους και αυτό είναι κάτι που πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας. Τα παιδιά που τελικά χρειάζονται βοήθεια σε αυτό που αποκαλούμε “διάβασμα στο σπίτι” είναι πολλά. Για μια μεγάλη ομάδα παιδιών, το να διαβάζουν μόνα τους είναι αρκετά δύσκολο και κάτι που καταφέρνουν να κατακτήσουν σταδιακά».
Για την κ. Ρασιδάκη λοιπόν, ο γονιός πρέπει να πλαισιώνει ένα παιδί στη διαδικασία του διαβάσματος με καλή διάθεση και με θετικό τρόπο. «Πρέπει να ενθαρρύνουμε τα παιδιά, τονίζοντας παράλληλα πως αυτή είναι η δουλειά τους αλλά αυτό να γίνεται με έναν τρόπο που να μην τους το κάνει μαρτύριο. Μπορούμε να κάτσουμε δίπλα τους, να δούμε τι έχουν να κάνουν, να δώσουμε μια κατεύθυνση, από πού να αρχίσουν και πώς να συνεχίσουν και να δώσουμε ραντεβού σε λίγη ώρα για να δούμε πώς τα έχουν πάει».
Η αγωνία των γονιών σε ένα βαθμοθηρικό σύστημα
Η κ. Ρασιδάκη σημειώνει επίσης ότι ο δάσκαλος του σχολείου έχει και εκείνος ευθύνη για να μην γίνεται «βασανιστήριο» η δουλειά για το σπίτι.
«Αυτή βέβαια είναι μια μεγαλύτερη κουβέντα» συνεχίζει η ίδια. «Ας σκεφτούμε λίγο και το ελληνικό εκπαιδευτικό πλαίσιο. Δεν νομίζω ότι τα νεύρα του Έλληνα γονιού αντέχουν αυτό που προτείνουν κάποιοι δάσκαλοι: “Αφήστε τα παιδιά σας εντελώς μόνα τους στο διάβασμα”. Δεν ξέρω πού και πώς έχει λειτουργήσει αυτή η ιδέα. Οι Έλληνες γονείς πάντως έχουν τρομερό άγχος να εφαρμόσουν κάτι τέτοιο.
Καταστάσεις όπως αυτή των Πανελληνίων, μια σκληρή συνθήκη με τελεσίδικο χαρακτήρα, σε συνδυασμό με την πίεση που που ασκούν οι γονείς από την αγωνία τους για αυτές τις εξετάσεις αλλά και με την κακή χρήση του διαδικτύου, μας έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση στις ψυχικές διαταραχές στους εφήβους στη χώρα μας.
Κι όλα αυτά, μέσα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα βαρετό, γεμάτο απαιτήσεις και με δύσκολα και αναχρονιστικά βιβλία. Οι γονείς θα έπρεπε λοιπόν να απαιτούν περισσότερο την αλλαγή αυτών των συνθηκών και ποιότητα στην εκπαίδευση, αντί να πιέζουν τρομερά τα παιδιά τους. Οι γονείς αποτελούν άλλωστε και οι ίδιοι παράγωγα αυτού του προβληματικού συστήματος».
Συμπυκνώνοντας πάντως την ουσία του θέματος, η κ. Ρασιδάκη θεωρεί πως οι γονείς πρέπει να διατηρούν μια ισορροπία ανάμεσα στο πώς να βοηθούν το παιδί τους να οργανώνεται, δίνοντάς του ελευθερία και στο να διατηρούν ταυτόχρονα έναν ρόλο σοβαρής επιτήρησης, με σεβασμό στο παιδί και στις αντοχές του.
«Πέρα και πάνω από το διάβασμα και την αγωνία για το αν τα παιδιά μας θα πετύχουν μέσα σε ένα σύστημα που δεν επιτρέπει την αποτυχία, αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι να είναι ψυχικά και πνευματικά υγιή αλλά και χαρούμενα», καταλήγει.
Της Δήμητρας Τριανταφύλλου
Πηγή: Kathimerini.gr