Οδηγίες χρήσεως

               


ΕΙΔΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ένα μεσημέρι, στο τραπέζι ενός “Μπητς”.


Έκανα διακοπές σ’ αυτό το “Μπητς”. Συμπαθητικό. Πολλοί ξένοι, λίγοι Ρωμιοί (ίσως γι αυτό). Το εστιατόριο είχε κλείσει (δούλευε σε ώρες δυτικοευρωπαϊκές). Δεν το προλάβαμε και είχαμε καταφύγει στην ταβέρνα – όπου έτρωγες ‘α λα καρτ’. Εκεί ήταν σχεδόν μόνον Έλληνες, είτε ένοικοι, είτε επισκέπτες από την γύρω περιοχή.


Δίπλα μας κάθισε μία παρέα – δύο ζευγάρια και τέσσερα παιδιά. Μεσαίας ηλικίας (οι μεγάλοι), μεσαίας τάξης, μεσαίας εμφάνισης – γενικά μεσαίοι. Εκτός από το χρυσάφι.


Χρυσός να ζηλέψουν οι Ίνκας του Περού. Βαριές καδένες στους (μαυρισμένους) λαιμούς των κυρίων, βραχιόλια, αλυσιδάκια και δαχτυλίδια στα τέσσερα άκρα των κυριών.


Εκεί λοιπόν, στο διπλανό τραπέζι, είδα την σημερινή Ελλάδα.


“Θέλουμε πατάτες τηγανητές!” φώναζαν τα παιδιά. “Σκασμός!” γάβγισε ο ένας πατέρας.


Ο σερβιτόρος ήρθε. Ο κατάλογος δεν τους ενδιέφερε. “Νισάφι τα κιτάπια!” είπαν, σε άπταιστα ελληνικά. “Τζατζίκι έχεις;”


Είχε.


“Φέρε. Και χωριάτικη με πολύ κρεμμύδι. Καλαμαράκια. Πατάτες τηγανιτές. Από ψάρια;”


Διάλεξαν. “Τι θα πιείτε;”


“Σαμπάνια.” Γύρισε προς τους άλλους (η φωνή του απευθυνόταν και στους περίοικους): “Έτσι παιδιά; Σαμπάνια! Γαλλική. Δύο μπουκάλια. Και για τα μικρά, Κόκα-Κόλα.”


Μάλιστα. Αυτή ήταν η σημερινή Ελλάδα. Σαμπάνια με τζατζίκι. Σαμπάνια με χωριάτικη. Σαμπάνια το ντάλα μεσημέρι, Αύγουστο. (Αχ! αξιοπρεπής Βαρόνη, που ορίζατε ότι η σαμπάνια πίνεται μόνον ανάμεσα στις εννέα το βράδυ και εννέα το πρωί – μετά το δείπνο ή στο πρόγευμα! Εκτός αν πρόκειται για εορτή ή επέτειο. Δεν άκουσα όμως μετά ευχές, ούτε συγχαρητήρια.)


Ήρθε το τζατζίκι. Και η Moet Chandon . Σωστά τυλιγμένη σε πετσέτα.


(Κάποιος προσπαθούσε να σώσει τα προσχήματα.) Αλλά ο κύριος ήθελε να την ανοίξει μόνος του. Την έγδυσε. Την κούνησε. Και περιέλουσε τους πάντες – ενώ ο φελλός εκτινάχθηκε σαν πασχαλινό βαρελότο.


Η συνέχεια του γεύματος δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον. Κατανάλωσαν τα πάντα, με άφθονο πλατάγισμα χειλέων. Έδιωξαν (σκαιά) και την γατούλα που τόλμησε να πλησιάσει.


Αυτή την κοινότοπη σκηνή την είδα σαν αποκάλυψη. Η Ελλάδα! Πριν έναν αιώνα γελοιογραφούσαν τον Έλληνα με φουστανέλα, φράκο και ημίψηλο. Τότε προσπαθούσε – καλώς η κακώς – να μεταμφιεσθεί σε Ευρωπαίο. (Και ντρεπόταν για τα λάθη του). Τώρα, δεν προσπαθεί να μετεξελιχθεί σε οτιδήποτε. Βρίσκεται στο ανάμεσα – και του αρέσει. (Ούτε ντρέπεται – για ποια λάθη άλλωστε;) Με το δύναμη και την αυτοπεποίθηση που του έδωσε ο λαϊκισμός, εισβάλει παντού, χρησιμοποιεί τα πάντα, έχει το θράσος της άγνοιάς του και το θάρρος του θράσους του.


Δεν είμαι σνομπ – κάθε άλλο. Πιστεύω όμως πως όλα τα πράγματα έχουν ένα τρόπο χρήσης ή απόλαυσης: από τον Μπετόβεν ως το αυτοκίνητο και από το τραπεζικό σύστημα ως την σαμπάνια. Σίγουρα μπορεί να χορέψεις τσιφτετέλι με το τέταρτο μέρος της Εβδόμης Συμφωνίας – δεν είναι όμως η σωστή χρήση.


Και η ίδια η ζωή έχει οδηγίες χρήσεως. (Τι άλλο είναι η φιλοσοφία από καθοδήγηση ζωής;). Αλλά ο κάθε εμπορικός αντιπρόσωπος θα σας πει πως ο Έλληνας ποτέ δεν διαβάζει τις οδηγίες για τα προϊόντα που αγοράζει. Ξέρει.


Ο εξευτελισμός της τέχνης που συντελείται κάθε καλοκαίρι σε δεκάδες δημοτικά φεστιβάλ – Σοφοκλής με παιδάκια να παίζουν κουτσό στη σκηνή – είναι κι αυτός σαμπάνια με τζατζίκι. Όπως οι γείτονές μου στην ταβέρνα αγνοούσαν τον τρόπο χρήσης του καμπανίτη – έτσι και οι οργανωτές των φεστιβάλ αγνοούν την σωστή χρήση του Σοφοκλή.


Δεν μιλάμε λοιπόν για καλούς τρόπους. Όλο και περισσότερο ο μέσος Έλληνας αδιαφορεί για τις οδηγίες χρήσεως του κόσμου μέσα στον οποίο ζει. Γι αυτό σκοτώνεται στα αυτοκινητικά δυστυχήματα. Γι αυτό πνίγεται στα ελλείμματα, και τα απορρίμματα. Γι αυτό γελοιοποιεί την “κουλτούρα” (και τον εαυτό του). Πίνει σαμπάνια αντί για ρετσίνα και μπερδεύει τον Ευριπίδη με τον Καζαντζίδη.


Κι όσο προχωρεί και εξελίσσεται ο κόσμος, τόσο πιο πολύπλοκες γίνονται οι οδηγίες χρήσεως. Αλλά ο Έλλην θέλει να παίζει (αν διάλεγε την αποχή θα το καταλάβαινα!) θέλει επιπλέον και να κερδίζει, χωρίς να μελετήσει τον κανονισμό του παιχνιδιού.


‘Όταν έφυγαν οι γείτονες, είπα στην φίλη μου: “Να μαντέψω τι αυτοκίνητο οδηγούν και τι εφημερίδα διαβάζουν;”


Και δεν είμαι καν αστρολόγος…


Νίκος Δήμου.