Σε λίγο θα πουν ότι για τα χιλιάδες κενά εκπαιδευτικών φταίει η κακοδιαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού;

Τόσο η συλλογιστική τους όσο και τα συμπεράσματα τους έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα των ασφυκτικά μεγάλων τμημάτων, των τραγικών ελλείψεων προσωπικού, του υπερβολικού και ολοένα αυξανόμενου φόρτου εργασίας.

Κενά στην εκπαίδευση λόγω κακοδιαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού βρίσκουν κάθε χρόνο κάποιοι δαιμόνιοι δημοσιογράφοι του εκπαιδευτικού ρεπορτάζ και κάποιοι άλλοι άσχετοι με τα εκπαιδευτικά που χρησιμοποιούν σκόπιμα τα στατιστικά στοιχεία όπως ο μεθυσμένοι τους παλιούς φανοστάτες. Για να στηριχθούν και όχι για να φωτιστούν!

Οι παραπάνω, λοιπόν, συχνά επικαλούνται στοιχεία του ΟΟΣΑ, και ούτε λίγο ούτε πολύ υποστηρίζουν  ανάμεσα σε άλλα, ότι η χώρα μας έχει τους περισσότερους εκπαιδευτικούς σε Δημοτικό και Γυμνάσιο ανά μαθητή μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με τη δική τους λογική, τα κενά υπάρχουν γιατί υπάρχει κακοδιαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού στην εκπαίδευση, εξαιτίας του ότι το υποχρεωτικό ωράριο κάθε καθηγητή εξαρτάται από τα χρόνια υπηρεσίας του, οπότε προσλαμβάνονται αναπληρωτές για τις ώρες που περισσεύουν!

Σε άλλες περιπτώσεις ανακαλύπτουν ότι το πρόβλημα με τα κενά δημιουργεί η άρνηση που υπάρχει από μόνιμους εκπαιδευτικούς, που ζητούν να διδάσκουν το πολύ σε δύο σχολεία «για να έχουν τη… βολή τους», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν.

Φυσικά τόσο η συλλογιστική τους όσο και τα συμπεράσματα τους έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα των ασφυκτικά μεγάλων τμημάτων, των τραγικών ελλείψεων προσωπικού, του υπερβολικού και ολοένα αυξανόμενου φόρτου εργασίας.

Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ

Οσον αφορά τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που συχνά παραθέτουν ορισμένοι, γελάνε και οι κιμωλίες. Είναι γνωστό ότι οι στατιστικές αναλύσεις του ΟΟΣΑ αποκαλύπτουν ένα μείζον θέμα εγκυρότητας καθώς για να βρουν την αναλογία εκπαιδευτικών-μαθητών απλώς κάνουν μια διαίρεση του συνολικού αριθμού των εκπαιδευτικών με τον συνολικό αριθμό των μαθητών, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης της χώρας μας με τα πάρα πολλά νησιά και απομακρυσμένα χωριά.

Οπως αποδεικνύει έρευνα του εκπαιδευτικού ερευνητή Γιάννη Βαρδαλαχάκη, η οποία παρουσιάστηκε σε εκπαιδευτικό συνέδριο του Κέντρου Μελέτης και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ, οι μαθητές που αντιστοιχούν σε κάθε Ελληνα εκπαιδευτικό είναι πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, παρά την ιδιαίτερη γεωγραφική μορφολογία της χώρας και παρά την ουσιαστική ανυπαρξία οποιουδήποτε επικουρικού προσωπικού (εκπαιδευτικού ή ειδικού επιστημονικού προσωπικού, γραμματειακής υποστήριξης κ.ά.).

Η Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, έχει ένα μεγάλο νησιωτικό σύμπλεγμα όπου –ακόμη κι όταν υπάρχουν λίγοι μαθητές– θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχουν σχολεία και εκπαιδευτικοί για να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα (αν και αυτό αμφισβητείται κάποιες φορές από το ΥΠΑΙΘΑ). Με λίγα λόγια, η έκθεση δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη παράγοντες όπως, π.χ., το γεωγραφικό ανάγλυφο της χώρας (80% του εδάφους χαρακτηρίζεται ορεινό, ενώ παράλληλα υπάρχουν 165 κατοικούμενα νησιά) και η ύπαρξη ολιγοθέσιων σχολείων ανά την επικράτεια, που καλύπτουν τις μορφωτικές ανάγκες δυσπρόσιτων και παραμεθόριων περιοχών. Ειδικά για την αναλογία μαθητών ανά εκπαιδευτικό με τη μέθοδο της άθροισης όλου του μαθητικού δυναμικού και της διαίρεσής του με το σύνολο των εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων, είναι λανθασμένη και ξένη προς τη στατιστική επιστήμη.

Οι παραχαράξεις του ΟΟΣΑ έχουν αξιοποιηθεί πολλαπλώς για να αιτιολογηθούν οι αντιεκπαιδευτικές πολιτικές των τελευταίων ετών (αυξήσεις ωραρίου, περικοπές μαθημάτων από το ωρολόγιο πρόγραμμα, συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων, τομέων και σχολικών μονάδων). Στο πλαίσιο αυτής της «αθώας» συλλογιστικής-διάγνωσης, που ειρήσθω εν παρόδω αποτελεί την πιο γλυκιά νεοφιλελεύθερη «καραμέλα» όλων των υπουργών Παιδείας της τελευταίας 12ετίας (από τη Α. Διαμαντοπούλου έως τον Κ. Αρβανιτόπουλο και από τον Α, Λοβέρδο έως την Ν. Κεραμέως), έρχεται σαν ώριμο φρούτο η θεραπευτική αγωγή των «ειδικών» μας: «Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η αναλογία μαθητών – εκπαιδευτικών είναι σκόπιμο να συγκλίνει με τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε.

Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η σύγκλιση του διδακτικού και εργασιακού ωραρίου των εκπαιδευτικών, η αναδιάρθρωση του ημερήσιου ωραρίου λειτουργίας και των ωρολογίων προγραμμάτων των σχολείων καθώς και η αύξηση του μεγέθους των τάξεων (με αύξηση του ελάχιστου αριθμού μαθητών ανά τάξη). Επιπλέον, είναι απαραίτητη η προώθηση συγχωνεύσεων σχολείων και η δημιουργία μεγαλύτερων εκπαιδευτικών μονάδων» (Εκθεση Πισσαρίδη).

Οι μεθοδεύσεις σε βάρος των εκπαιδευτικών έχουν ιστορία

Πριν από λίγα χρόνια το υπουργείο Παιδείας, για να πείσει την κοινή γνώμη ότι οι εκπαιδευτικοί στη χώρα μας εργάζονται λίγο, «έδωσε τα ρέστα του» στη διαστρέβλωση των συγκριτικών στοιχείων του χρόνου εργασίας παρουσιάζοντας στοιχεία στο Δίκτυο Ευρυδίκη και στον ΟΟΣΑ με διδακτικό ωράριο 16 ωρών! Στη συνέχεια τα «πρόθυμα» ΜΜΕ «ανακάλυψαν» τους μαθητές «που βρίσκονται στην πιο κρίσιμη φάση της ζωής τους», συμμερίστηκαν τους γονείς «που αγωνιούν για την τύχη των παιδιών τους» και, τραβώντας το νήμα στα άκρα, έπαιξαν το γνωστό τους ρεφρέν με τους «βολεψάκηδες καθηγητές», τους «ιδιαιτεράκηδες», τους «τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας».

Του Χρήστου Κάτσικα

Πηγή: alfavita.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *