Ένα από τα πιο φιλόδοξα τεχνικά επιτεύγματα στην ιστορία του Σικάγο – και των Ηνωμένων Πολιτειών γενικότερα – ήταν άμεσο αποτέλεσμα μιας ασθένειας. Στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, η πόλη του Σικάγο ύψωσε τα κτίριά της για να φιλοξενήσει το πρώτο ολοκληρωμένο σύστημα αποχέτευσης στη χώρα, έσκαψε μια σήραγγα κάτω από τη λίμνη Μίσιγκαν που έφτανε σχεδόν τρία χιλιόμετρα μέσα στη λίμνη και ανέστρεψε τη ροή του ποταμού Σικάγο, όλα για να σταματήσει την εξάπλωση των υδατογενών ασθενειών όπως ο τύφος, η δυσεντερία και η χολέρα.
Η χολέρα, η οποία μπορούσε να σκοτώσει ένα θύμα μέσα σε 24 ώρες ήταν η ασθένεια που ενέπνευσε την πρώτη δράση δημόσιας υγείας στο Σικάγο, όταν το 1832 ξέσπασε μια επιδημία. Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν ακόμη γνωστό ότι η χολέρα μεταδίδεται με το νερό – αυτό δεν θα ανακαλυπτόταν μέχρι το 1854, όταν ο Άγγλος γιατρός Τζον Σνόου μελέτησε με την βοήθεια της στατιστικής ένα ξέσπασμα χολέρας στο Λονδίνο. Αντίθετα, οι άνθρωποι πίστευαν ότι η ασθένεια προερχόταν από τις ακαθαρσίες και την βρωμιά, οπότε οι ηγέτες του Σικάγο διέταξαν όλους τους άνδρες ηλικίας 21 έως 60 ετών να καθαρίσουν τους δρόμους και τα σοκάκια για τρεις ημέρες με την απειλή επιβολής προστίμου.
Η χολέρα και άλλες υδατογενείς ασθένειες παρέμεναν μια περιοδική ανησυχία, με τις εφημερίδες της εποχής να διαφημίζουν θεραπείες όπως το «σιρόπι κατά της χολέρας», το οποίο ισχυρίζονταν ότι ήταν ένα «σχεδόν αλάνθαστο φάρμακο». Η χολέρα σκότωσε 678 ανθρώπους το 1849 και περισσότερους από 1.400 κάτοικους του Σικάγο στην επιδημία του 1854. Κατά τη διάρκεια μιας εθνικής οικονομικής ύφεσης το 1857, το Συμβούλιο Υγείας του Σικάγο καταργήθηκε, αλλά το επανέφεραν δέκα χρόνια αργότερα, όταν η χολέρα χτύπησε και πάλι την πόλη, με 990 από τα 1.516 επιβεβαιωμένα κρούσματα να πεθαίνουν το 1867.
Μετά από όλα αυτά, το Σικάγο αποφάσισε ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει το όλο και πιο μολυσμένο νερό του ποταμού Σικάγο και της λίμνης Μίτσιγκαν. Η πόλη έπαιρνε το καθαρό πόσιμο νερό της από τη λίμνη και ο ποταμός διοχέτευε τα απόβλητα της πόλης στη λίμνη. Τα απόβλητα από τις βιομηχανίες ανακατεύονταν σε μια αηδιαστική και επικίνδυνη για την δημόσια υγεία λάσπη.
Έτσι, το 1855 η πόλη προσέλαβε τον μηχανικό Έλις Σιλβέστερ Τσέσμπροου, ο οποίος είχε κατασκευάσει το σύστημα ύδρευσης της Βοστόνης, για να αντιμετωπίσει τη ρύπανση του πόσιμου νερού της. Η πρώτη του πρόταση ήταν αρκετά φιλόδοξη: η κατασκευή του πρώτου ολοκληρωμένα σχεδιασμένου συστήματος αποχέτευσης στη χώρα παίρνοντας ιδέα από το Αμβούργο της Γερμανίας, το οποίο ήταν η πρώτη πόλη που κατασκεύασε ένα σύγχρονο σύστημα αποχέτευσης, το 1843.
Το πρώτο εμπόδιο που σηνάντησε ο Τσέσμπροου ήταν ότι το έδαφος στο Σικάγο ήταν πολύ επίπεδο και δεν υπήρχε φυσική κλίση να οδηγεί τα λύματα προς την ακτή. Ο Τσέσμπροου αντί να δημιουργήσει τεχνιτή κλίση σκάβοντας την αποχέτευση όλο και πιο βαθεία, είχε την ιδέα να ανύψωσει την πόλη για να φιλοξενήσει τους σωλήνες και να δημιουργήσει έτσι μια κλίση για τα απόβλητα που θα κατέληγαν στον ποταμό.
Για να ανυψώσουν τα κτίρια, οι εργάτες χρησιμοποίησαν χιλιάδες γρύλους που είχαν τοποθετηθεί γύρω από μια κατασκευή, ανυψώνοντας τα κτίρια με την χρήση ανθρώπινης δύναμης. Στην συνέχεια οι σωλήνες τοποθετούνταν πάνω στους υπάρχοντες δρόμους, τους κάλυπταν με χώμα και πάνω από αυτούς κατασκευάζονταν οι νέοι δρόμοι και τα πεζοδρόμια. Μερικά κτίρια τα οποία ήταν σε σημεία όπου εμπόδιζαν το έργο του Τσεσμπρόου και των μηχανικών του, χρησιμοποίησαν άλογα και κορμούς δέντρων και τα έσυραν σε άλλο σημείο.
Το νέο σύστημα αποχέτευσης βοήθησε στην ανάπτυξη της πόλης και ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους πολλές προαστιακές κοινότητες αποφάσισαν να προσαρτηθούν στο Σικάγο για να αποκτήσουν καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες.
Αλλά το σύστημα του Τσέσμπροου δεν ήταν τόσο επιτυχημένο όσο νόμιζαν. Η αποχέτευση χυνόταν στο ποτάμι και τα απόβλητα κατέληγαν στο νερό της λίμνης, από την οποία αντλούσαν το πόσιμο νερό της πόλης. Το επόμενο σχέδιο του Τσέσμπροου ήταν να μετακινήσει την υδροληψία της πόλης πιο μέσα στη λίμνη, μακριά από τις βρόμικες εκροές του ποταμού. Το 1864, οι εργάτες του άρχισαν να σκάβουν μια σήραγγα που θα έφτανε σχεδόν τρία χιλιόμετρα μέσα στη λίμνη μέχρι μια υπεράκτια κατασκευή η οποία συνέλεγε το νερό κοντά στον πυθμένα της λίμνης. Το 1866 οι δύο ομάδες που έσκαβαν η μία από την πόλη, η άλλη από την υπεράκτια κατασκευή, συναντήθηκαν 2 μέτρα κάτω από τον πυθμένα της λίμνης.
Κι όμως, το πόσιμο νερό της πόλης παρέμενε μολυσμένο, καθώς κάθε φορά που μια δυνατή βροχή πλημμύριζε τον ποταμό, τα απόβλητά του έφταναν στη νέα υδροληψία. Η επιδημία χολέρας του 1867 όπως και αυτή του 1873 που σκότωσε 116 ανθρώπους απλώς επιβεβαίωσε αυτό το πρόβλημα. Μετά από αυτές τις επιδημίες, η δημόσια υγεία και η αποχέτευση βελτιώθηκαν τόσο πολύ που το Συμβούλιο Υγείας του Σικάγο ισχυρίστηκε το 1881 ότι η πόλη είχε το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό θανάτων στον κόσμο μεταξύ των πόλεων με πληθυσμό άνω των 500.000 κατοίκων.
Αλλά η πόλη ήθελε ακόμη να αντιμετωπίσει τη διοχέτευση των αποβλήτων της στην πηγή του πόσιμου νερού της, οπότε στράφηκε στην τελευταία ιδέα του Τσέσμπροου: την αντιστροφή του ποταμού, ώστε τα όποια απόβλητα σε αυτόν να πηγαίνουν μακριά από το πόσιμο νερό της πόλης, προς τον Μισισιπή και τελικά προς τον Κόλπο του Μεξικού. Το 1889, η πόλη ψήφισε τη δημιουργία της Περιφέρειας Υγιεινής του Σικάγο για την υλοποίηση της πρότασης η οποία περιλάμβανε την αντιστροφή της ροής του ποταμού Σικάγο χρησιμοποιώντας μια σειρά από υδατοφράκτες και αυξάνοντας τη ροή από τη λίμνη Μίσιγκαν στον ποταμό, με αποτέλεσμα ο ποταμός να εκβάλλει σε ένα νέο κανάλι.
Παρόλο που το πρωτοφανές αυτό έργο είχε προφανώς περιβαλλοντικές επιπτώσεις, βοήθησε στον καθαρισμό του πόσιμου νερού του Σικάγο και στην αποτροπή περισσότερων επιδημιών καταστροφικών ασθενειών που μεταδίδονται από το νερό, όπως η χολέρα. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1892, έξι χρόνια μετά το θάνατο του Τσέσμπροου.
Του Κώστα Μαρτάκη
Πηγή: protothema.gr